- ἐμβασικοίτας
- ἐμβᾰσῐ-κοίτας, ου, ὁ, name of aA cup, Ath.11.469a, Petron.24.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμβασικοίτας — ἐμβασικοίτας, ο (Α) είδος ποτηριού … Dictionary of Greek
ἐμβασικοίτας — ἐμβασικοίτᾱς , ἐμβασικοίτας cup masc acc pl ἐμβασικοίτᾱς , ἐμβασικοίτας cup masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβασικοίταν — ἐμβασικοίτᾱν , ἐμβασικοίτας cup masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)